δικολογία

δικολογία
δῐκο-λογία, ,
A pleading, ib.1354b29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικολογία — δικολογία, η (Α) [δικολόγος] δικανικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • δικολογιά — η οι συγγενείς, το συγγενολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αντων.) δικός + λογιά < αρχ. λογία < λέγω «συλλέγω, συναθροίζω» (πρβλ. ξενολογιά, φτωχολογιά)] …   Dictionary of Greek

  • δικολογίας — δικολογίᾱς , δικολογία pleading fem acc pl δικολογίᾱς , δικολογία pleading fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικολογίαν — δικολογίᾱν , δικολογία pleading fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικολογιούμαι — και δικολογιέμαι [δικολογιά] 1. γίνομαι δικός, συγγενής σε κάποιον 2. διαπραγματεύομαι να γίνω συγγενής, παντρολογιέμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”